-
1 выбывать
выбывать, выбыть βγαίνω; αναχωρώ (уезжать) αποχωρώ (уходить) \выбывать из строя γίνο μαι ανίκανος για δουλειά \выбывать из игры βγαίνω από το παιχ νίδι* * *= выбытьвыбыва́ть из стро́я — γίνομαι ανίκανος για δουλειά
выбыва́ть из игры́ — βγαίνω από το παιχνίδι